ποικίλος

ποικίλος
ποικῐλος (-ον, -ων; -α, -αν; -ον nom., acc., -ων, -οις.)
a lit.
I spotted, dappled

ποικίλον ἴυγγα P. 4.214

δράκοντα ποικίλονP. 8.46 νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (Hartung: ποικίλων codd.) I. 4.18 add. dat.,

καὶ ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων P. 10.46

II embroidered

μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11

ποι]κίλ[ων ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (supp. Lobel) fr. 169. 36.
b met.
I ever changing, crafty

ψεύδεσι ποικίλοις O. 1.29

πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.28

II varied, many faceted

ποικίλον ὕμνον O. 6.87

ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42

ὑφαίνω δ' Ἀμυθαονίδαισιν ποικίλον ἄνδημα (i. e. ὕμνον) fr. 179. εἶα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον αὐδάεντα λόγων fr. 194. 2. n. s. acc. pro adv., in varied tones,

ποικίλον κιθαρίζων N. 4.14

frag. ]

ειμοι τοτε ποικίλον Pae. 22.2


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποικίλος — many coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικίλος — η, ο διάφορος, πολύμορφος: Στον κήπο μας έχουμε ποικίλα άνθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποικιλώτερον — ποικίλος many coloured adverbial comp ποικίλος many coloured masc acc comp sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλα — ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc pl ποικίλᾱ , ποικίλος many coloured fem nom/voc/acc dual ποικίλᾱ , ποικίλος many coloured fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλωτάτων — ποικίλος many coloured fem gen superl pl ποικίλος many coloured masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλωτέραις — ποικίλος many coloured fem dat comp pl ποικιλωτέρᾱͅς , ποικίλος many coloured fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλωτέρων — ποικίλος many coloured fem gen comp pl ποικίλος many coloured masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλώτατα — ποικίλος many coloured adverbial superl ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλώτατον — ποικίλος many coloured masc acc superl sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλον — ποικίλος many coloured masc acc sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”